σχημάτισα

σχημάτισα
σχηματίζω
assume a certain form
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχηματίζω — σχημάτισα, σχηματίστηκα, σχηματισμένος 1. έχω σχήμα, διαγράφω σχήμα: Σχημάτισε στον πίνακα έναν κύκλο. 2. δημιουργώ: Σχηματίστηκε μια καινούργια πλατεία με τη διάνοιξη του χώρου. – Σχημάτισε μεγάλη περιουσία. 3. «Σχηματίζω κρίση, γνώμη»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχηματίσας — σχηματίσᾱς , σχηματίζω assume a certain form aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίσασα — σχηματίσᾱσα , σχηματίζω assume a certain form aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίσασαι — σχηματίσᾱσαι , σχηματίζω assume a certain form aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίσασαν — σχηματίσᾱσαν , σχηματίζω assume a certain form aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματίζω — σχηματίζω, σχημάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”